Ἀκέστωρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκέστωρ — healer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκεστόρων — Ἀκέστωρ masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεστόρων — ἀκέστωρ healer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκέστορ — ἀκέστωρ healer masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκέστορα — Ἀκέστωρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκέστορα — ἀκέστωρ healer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκέστορας — Ἀκέστωρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκέστορας — ἀκέστωρ healer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκέστορες — Ἀκέστωρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)